- ὀνάγρινος
- ὀνάγρ-ῐνος, η, ον,A like a wild ass, of the colour of a garment,
ὑποζώνη BGU717.10
(ii A. D.), cf. Poll.7.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποζώνη BGU717.10
(ii A. D.), cf. Poll.7.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονάγρινος — ὀνάγρινος, ίνη, ον (Α) [όναγρος] (ιδίως για ένδυμα) αυτός που έχει το χρώμα άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα, τὸ νῡν ὀνάγρινον», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
ὀνάγρινον — ὀνάγρινος like a wild ass masc acc sg ὀνάγρινος like a wild ass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)